εωσφορικός

εωσφορικός
şeytani

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εωσφορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εωσφόρο, ο διαβολικός, ο σατανικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑωσφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στον Αλέξ. Κάλφογλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”